δίσκος

δίσκος
δίσκος, , ([etym.] δικεῖν)
A quoit, Il.2.774, Od.8.186, E.IA200, al., Arist. Fr.533, etc.; δίσκου οὖρα quoit's cast, Il.23.431;

λιθίνοις ἐν δ. Pi.I. 1.25

.
II anything quoit-shaped:
1 dish, trencher, AP11.371 (Pall.), Lib.Decl.30.24; salver, BGU388ii22 (ii/iii A. D.).
2 round mirror, AP6.18 (Jul.).
3 the sun's disk, Alex.Aphr.Pr. 2.46, Placit.2.24.1, al.
4 gong, S.E.M.5.28, al.
5 reliquary, Procop.Aed.1.7.
III marigold, Calendula arvensis, Alex.Trall. 12. (Cf. δικεῖν.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δίσκος — quoit masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίσκος — Σκεύος, συνήθως μετάλλινο, ξύλινο ή γυάλινο, με το οποίο προσφέρονται αναψυκτικά, καφέδες, γλυκίσματα ή εδέσματα. Παλαιότερα οι δ. κατασκευάζονταν από πέτρα και ήταν απλές επίπεδες επιφάνειες. Με το πέρασμα του χρόνου έγιναν απαραίτητο οικιακό… …   Dictionary of Greek

  • δίσκος — ο 1. κυκλική πλάκα από μέταλλο ή ξύλο που χρησιμοποιείται στο αγώνισμα της δισκοβολίας. 2. η δισκοβολία. 3. σκεύος που χρησιμοποιείται για σερβίρισμα. 4. κάθε αντικείμενο που έχει σχήμα δίσκου: Το ηλιοβασίλεμα ο ήλιος έπεσε στη θάλασσα σαν ένας… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαγνητικός δίσκος — Δίσκος από πλαστικό (μαλακός μ.δ.) ή μέταλλο (σκληρός μ.δ.) με επίστρωμα μαγνητικού υλικού πάνω στο οποίο βρίσκονται πληροφορίες σε ψηφιακή μορφή. Ο μ.δ. αποτελεί στους περισσότερους ηλεκτρονικούς υπολογιστές το βασικό μέσο μόνιμης, ή σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • βλαστικός δίσκος — Μέρος του αβγού των ζώων με δισκοειδή κυτταρική διαίρεση. Περιέχει έναν πυρήνα και είναι ελεύθερος από τη λέκιθο. Κατά τη διαδικασία της κυτταρικής διαίρεσης, ο β.δ. μετασχηματίζεται σε μια στιβάδα κυττάρων (βλαστόδερμα), που περιβάλλει τη λέκιθο …   Dictionary of Greek

  • δίσκω — δίσκος quoit masc nom/voc/acc dual δίσκος quoit masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καδδίσκος — δίσκος , δίσκος quoit masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίσκε — δίσκος quoit masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίσκοι — δίσκος quoit masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίσκοιο — δίσκος quoit masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίσκοις — δίσκος quoit masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”